τοκ τοκ.

πριν καν προλάβεις να ρωτήσεις, έχω ξαναμπουκάρει/ξαναποστάρει.

μάλλον πάει μαζί με το κρύο, που χτύπησε κι αυτό απότομα.

μη ρωτήσεις πώς, πού και γιατί. έτσι είναι αυτό.

φύσηξε lne σήμερα!


ίνσαϊντ ντάια(μπ)λογκ


– τσιμπ τσιμπ; μα τι να κρεμάσω σε τούτο δω το μπλογκ που έχει αρχίζει να μουχλιάζει;

– σεμινάρια αποφασιστικότητας θέλει.

– θα μου κάνω;

– χμμ, δεν ξέρω. 😐

 

wounded dream

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

even my dreams can be hurt. sunday evening always comes along with blue thoughts. blue thoughts for my present. deep blue thoughts for my future. it’s ironic as i’m considered very optimistic person. however, at this moment i have my hamletic problems: to be or not to be! but i never end up with an answer. neither shakespeare did, i guess, but he could present with great charm his dilemma. google just showed me the way. his way. yes, it’s true, i’ve never read the whole part before.

.

«To be or not to be– that is the question:
Whether ’tis nobler in the mind to suffer
The slings and arrows of outrageous fortune,
Or to take arms against a sea of troubles
And, by opposing, end them. To die, to sleep
No more – and by a sleep to say we end
The heartache and the thousand natural shocks
That flesh is heir to – ‘tis a consummation
Devoutly to be wished. To die, to sleep
To sleep, perchance to dream. Ay, there’s the rub,
For in that sleep of death what dreams may come,
When we have shuffled off this mortal coil,
Must give us pause. There’s the respect
That makes calamity of so long life.
For who would bear the whips and scorns of time,
Th’ oppressor’s wrong, the proud man’s contumely,
The pangs of despised love, the law’s delay,
The insolence of office, and the spurns
That patient merit of th’ unworthy takes,
When he himself might his quietus make
With a bare bodkin? Who would fardels bear,
To grunt and sweat under a weary life,
But that the dread of something after death,
The undiscovered country from whose bourn
No traveler returns, puzzles the will
And makes us rather bear those ills we have
Than fly to others that we know not of?
Thus conscience does make cowards of us all,
And thus the native hue of resolution
Is sicklied o’er with the pale cast of thought,
And enterprises of great pitch and moment
With this regard their currents turn awry,
And lose the name of action.—Soft you now!
The fair Ophelia! Nymph, in thy orisons
Be all my sins remembered.»
Hamlet, William Shakespeare

greeks only

Τι να σου πει κι εσένα ένα blog στα αγγλικά, στα εγγλέζικα που θα άκουγα και την γιαγιά μου να λέει, στα ξένα που λέγαμε παιδιά. Πώς να εκφραστείς με μια γλώσσα που δεν έχει διατρυπήσει το πετσί σου, ράβοντάς το βελονιά βελονιά; Γίνεται; Εμ δε γίνεται. Αλλά και πάλι, σιγά την συγγραφική μου ικανότητα. Και την μητρική που διάλεξα για αύτο το post δεν θα έλεγα ότι την κατέχω. Πάει παιδί μου, στέρεψε ο λόγος μου. Έχουν μείνει μόνο τα μάτια μου και αποτυπώνουν γεγονότα και σκέψεις. Blog βουβό λοιπόν.. Δύο λέξεις, μια φωτογραφία. Καμία λέξη, μια φωτογραφία. Θα μπορούσα να γράφω χιλιάδες λέξεις αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι θα έβγαινε νόημα. Είμαι άτακτη πλέον. Και στον λόγο. Με θυμάμαι στο σχολείο να γράφω τα άπαντά μου (λέμε τώρα..πόσα άπαντα να έχει ένα 14χρονο – αλλά από την άλλη μην το γελάς καθόλου, τα χρόνια της εφηβείας  γνωστό τοις πάσι πόσο υπερφορτωμένα συναισθηματικά είναι). Χαρτί και μολύβι τότε.. και έγραφα.. και παθιαζόμουν.. και δώστου ιστορίες, ημερολόγια, ποιήματα.. Ας είναι καλά η βιβλιοθήκη μας που με έτρεφε με ιδέες και γιγάντωνε το παραμικρό ερέθισμα. Και ύστερα ήρθαν οι πανελλήνιες (σαν τις μέλισσες ήταν και αυτές – σε τσιμπάνε και πρήζεται το κορμί σου από το φαΐ και το μυαλό σου από την πληροφορία). Και άδειασα ακαριαία. Σου δίνανε θέμα, σου δίνανε και χρόνο, και έπρεπε να γράψεις για την παγκοσμιοποίηση, για τον ρατσισμό, για την εκπαίδευση. Αλλά όχι όπως τα αισθανόσουν. Έπρεπε να έχεις ρυθμό, τέμπο συγκεκριμένο, τελεία και παύλα στο σωστό σημείο, χαμόγελο κανένα, συναίσθημα μηδέν. Και με βάραινε τόσο πολύ η σκέψη του διαγωνίσματος. Την πρώτη ώρα πάντα κοιτούσα το θρανίο, το στυλό μου, τον πίνακα, τις ζάρες στην μπλούζα του μπροστινού μου, το παπούτσι που κουνιόταν με μανία παρέα με το χοντρό πόδι, το μυγάκι που έκοβε βόλτες. Και έμπνευση καμία. Εν τέλει το ζητούμενο γραφόταν και ο καθένας έβρισκε το διάβα του. Πάλι καλά. Το βρήκα, ησύχασα και απαλλάχτηκα. Γεια σας εκθέσεις, σας χαιρετώ από μακριά και αγαπημένα πλέον. Σκέφτομαι αλλά δε γράφω. Δεν το ‘χω, μ’ άφησε. Μπορεί και να το άφησα. Δεν το ψάχνω παραπάνω. Αρκούμαι στις δυο λέξεις.. άντε κάποιες φορές και σε μερικές παραπάνω. Λες να με πιάσει ο οίστρος και να επιστρέψω; Λες;;; Χου νόουζ;  Θα δείξει. Προς το παρόν ας ποστάρουμε καμιά φωτογραφία. Αυτός είναι ο κόσμος μου….

Κίσσες  :* (καρακάξες και άλλα πτηνοειδή!)

fish

you are.
don’t let the fishing traces on you.
release.

Rough period of time. Everything outside my inner world sucks. By saying «inner» i mean my life as i manage it without the intervention of  upper values (let’s choose randomly : the state of my country!!!). I have to hold the line of in and out… How possible is this? Can i say «yes, i am super-cool with myself» when : we ‘re coming into a bankruptcy, we ‘re lacking self-awareness, we ‘re more than «persons of last-minute»? Finally we ‘re persons of no-minute. We do nothing. FISHHHHH.
.
.
.